στολή

στολή
στολ-ή, , [dialect] Aeol. [full] σπολά (q.v.): ([etym.] στέλλω):—
A equipment, fitting out,

στρατοῦ A.Supp.764

.
2 armament, Id.Pers.1018 (lyr.).
II equipment in clothes, raiment, ib.192; σχῆμα Ἑλλάδος ς. S.Ph.224, cf. E.Heracl.130;

ἱππάδα στολὴν ἐνεσταλμένοι Hdt.1.80

;

σ. ἱππική Ar.Ec.846

;

Σκυθική Hdt.4.78

;

Θρῃκία E.Rh.313

;

Μηδική X.Cyr.8.1.40

;

γυναικεία Ar.Th.851

, cf. 92;

τοξική Pl.Lg.833b

;

στολὴν ἔχειν ἢν ἂμ βούληται SIG1003.14

(Priene, ii B.C.): metaph. of birds,

σ. πτερῶν Ach.Tat.1.15

.
2 garment, robe, S.OC1357,1597, PCair.Zen.54.32 (pl.), 263.4,8 (iii B.C.), BGU1860.4 (i B.C.), etc.; σ. θηρός, of the lion's skin which Heracles wore, E.HF465; ἐν σ. περιπατεῖν in full dress, M.Ant.1.7 (v.l. -λίῳ ap.Suid.), cf. Ev.Marc.12.38.
3 act of dressing, μετὰ τὴν ς. Orib.Syn.5.21.
III (στέλλω IV) check to motion, pressure,

τοῦ ἀέρος Epicur.Nat.11.11

, cf. 14.4.
2 reduction, diminution,

τῶν σιτίων Herod.Med.

ap. Aët.5.129.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • στολή — equipment fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στολή — η, ΝΜΑ, και αιολ. τ. σπολά Α 1. ενδυμασία, ένδυμα, φορεσιά 2. (ειδικά) ομοιόμορφη ή διακριτική ενδυμασία που φοριέται με μια ορισμένη ευκαιρία ή από όσους ανήκουν σε μια τάξη, σε μια οργάνωση ή σε ένα επάγγελμα ή κατάγονται από ορισμένη περιοχή ή …   Dictionary of Greek

  • στολή — η 1. ενδυμασία: Οι στρατιώτες είναι υποχρεωμένοι να φορούν τη στολή τους και έξω από το στρατόπεδο. 2. στολίδι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • στολῇ — στολάζομαι array oneself in fut ind mp 2nd sg (doric) στολή equipment fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στολῆι — στολῇ , στολάζομαι array oneself in fut ind mp 2nd sg (doric) στολῇ , στολή equipment fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στολαῖς — στολή equipment fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στολαῖσι — στολή equipment fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στολαί — στολή equipment fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στολᾶς — στολή equipment fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στολῆς — στολή equipment fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στολήν — στολή equipment fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”